- νήπιον
- νήπιοςinfantmasc acc sgνήπιοςinfantneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίτυλος — μίτυλος, ύλη, ον και μύτιλος, ίλη, ον (Α) 1. περικεκομμένος, κολοβός, αυτός που δεν έχει κέρατα («τὰν μετύλαν αἶγα», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λακεδαίμονες) «μίτυλον ἔσχατον νήπιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αμφίβολης μορφής και… … Dictionary of Greek
μικύθινον — ή μικύθιον, το (Α) [μίκυθος] (υποκορ. τού μίκυθος) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μικρὸν καὶ νήπιον» … Dictionary of Greek
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νηπιοβάπτισμα — το ο νηπιοβαπτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + βάπτισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Κοντογόνη] … Dictionary of Greek
νηπιοκτόνος — ο (Α νηπιοκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, παιδοκτόνος] … Dictionary of Greek
νηπιοτροφώ — νηπιοτροφῶ, έω (Α) ανατρέφω νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + τροφῶ (< «τρόφος < τρέφω), πρβλ. κτηνο τροφώ, παιδο τροφώ] … Dictionary of Greek
ИЛИЯ II (III) — патриарх Иерусалимский (кон. 60 х нач. 70 х гг. VIII в. (?) после марта 796). Точное время возведения И. на Иерусалимскую кафедру неизвестно. Хронист Евтихий Александрийский ошибочно датировал это событие 17 м годом халифата Хишама (741), что… … Православная энциклопедия